τετραημερία

τετραημερία
η, Ν
1. χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών
2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετραήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραημερία — η 1.χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών. 2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών: Πληρώθηκα τετραημερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραμερία — (I) ἡ, Α [τετραμερής] σχηματισμός σε τέσσερεις ομάδες. (II) η, Ν βλ. τετραημερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”